σκισμάδα

σκισμάδα
η, Ν
βλ. σχισμάδα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκισμάδα — η βλ. σχισμάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχισμάδα — και σκισμάδα, η, Ν σχισμή, ρωγμή, σχίσιμο («κυκλάμινο, κυκλάμινο στού βράχου τη σχισμάδα», Ρίτσος). [ΕΤΥΜΟΛ. < σχίσμα + κατάλ άδα (πρβλ. ζαλ άδα] …   Dictionary of Greek

  • σκασιματιά — η ράγισμα, σκισμάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σχισμάδα — σχισμάδα, η και σκισμάδα, η σχισμή: Έβλεπε από μια σχισμάδα της πόρτας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”